προσβορειος

προσβορειος
    προσβόρειος
    2
    Arst. = πρόσβορρος См. προσβορρος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσβορειος" в других словарях:

  • προσβόρειος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβόρειος — ον, ΜΑ [βόρειος] πρόσβορρος* …   Dictionary of Greek

  • προσβορείοις — προσβόρειος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβορείῳ — προσβόρειος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβόρεια — προσβόρειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβόρειοι — προσβόρειος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»